βαρύνομαι

βαρύνομαι
βαρύνομαι βλ. πίν. 49 (κυρίως στον ενεστ. και παρατατ.), βεβαρημένος
——————
Σημειώσεις:
βαρύνομαι : η μτχ. βεβαρημένος χρησιμοποιείται ως επίθετο (βεβαρημένο ποινικό μητρώο με πολλά αδικήματα).
Το η προέρχεται από το βαρώ.

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • βαρύνομαι — βαρύ̱νομαι , βαρύνω weigh down aor subj mid 1st sg (epic) βαρύ̱νομαι , βαρύνω weigh down pres ind mp 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαρύνω — (AM βαρύνω) [βαρύς] τονίζω με βαρεία νεοελλ. φρ. «με βαρύνει κάτι» ή «βαρύνομαι με κάτι» έχω κάτι εις βάρος μου (κατηγορία, αδίκημα, παρατυπία κ.λπ.) μσν. Ι. 1. επιρρίπτω ευθύνη σε κάποιον, κατηγορώ 2. χτυπάω 3. έχω βάρος, είμαι βαρύς II.( ομαι)… …   Dictionary of Greek

  • ανδραχθής — ἀνδραχθής, ές (Α) (για πράγματα) 1. αυτός που το βάρος του είναι περίπου ίσο με το βάρος ενός άνδρα 2. βαρύς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανήρ, ανδρός + αχθής < άχθομαι «βαρύνομαι, είμαι φορτωμένος» (πρβλ. δυσαχθής, βαρυαχθής, κ.ά.)] …   Dictionary of Greek

  • βαρυαχθής — ( οῡς), ές (Α) 1. πολύ βαρύς 2. πολύ επαχθής, φορτικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < βαρύς + αχθής < άχθομαι «βαρύνομαι, είμαι φορτωμένος»] …   Dictionary of Greek

  • δειραχθής — δειραχθής, ές (Α) αυτός που βαραίνει ή σφίγγει τον λαιμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < δειρή + αχθής < άχθομαι «βαρύνομαι, είμαι φορτωμένος»] …   Dictionary of Greek

  • νυστάζω — (ΑΜ νυστάζω) αισθάνομαι διάθεση να κοιμηθώ, κυριεύομαι από νύστα νεοελλ. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) νυσταγμένος, η, ο α) νυσταλέος β) νωθρός, δυσκίνητος νεοελλ. μσν. βαρύνομαι («η φροντίς δεν νυστάζει», Βιζυην.) αρχ. 1. μέ παίρνει ύπνος,… …   Dictionary of Greek

  • συμβαρύνομαι — Α γραμμ. παίρνω κι εγώ βαρεία («ἔνθεν καὶ τὸ συνὸν ἐπίρρημα συμβαρύνεται», Απολλ. Δύσκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + βαρύνομαι (< βάρος)] …   Dictionary of Greek

  • όνειδος — τὸ (ΑΜ ὄνειδος, Μ και ὄνειδος, ό) 1. ψόγος, μομφή, επίπληξη, κατάκριση, επιτίμηση 2. ντροπή, καταισχύνη, αίσχος, ατιμία 3. κατάσταση ή πρόσωπο που επιφέρει καταισχύνη, ντροπή («τὸ γὰρ πόλεως ὄνειδος ἐν χαλκηλάτῳ σάκει», Αισχύλ.) 3. παροιμ. φρ.… …   Dictionary of Greek

  • ԴԺՈՒԱՐԱՆԱՄ — (ացայ.) NBH 1 0619 Chronological Sequence: Early classical, 6c, 11c, 12c չ. δυσκολαίνω, δυσχεραίνω, βαρύνομαι indigne fero, morosus sum, gravor Դժուարին եւ ծանր համարել. դժուարիլ. դժկամակիլ. նեղասրտիլ. վշտանալ. դժար սեպել, եւ դժարը գալ, նեղանալ …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • ԾԱՆՐԱՆԱՄ — (ացայ.) NBH 1 1008 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 10c, 12c, 13c, 14c չ. βαρέω, βαρύνομαι gravor, ponderor, katabare/w, ru/nomai, e)pibaru/nomai degravor, modestia afficio. Ծանր լինել. եւ Տալ այլոց ծանրութիւն, նեղութիւն …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”